- επιστημόνως
- ἐπιστημόνως (Α) [επιστήμων]επίρρ.1. με επιστήμη, με σαφή γνώση («ἐπιστημονέστερον ἐμοῡ σοι ταῡτα πάντα ἐπιδείξει», Ξεν.)2. με τους κανόνες τής τέχνης, τεχνικά («τὸ δ’ οὐκ εἶναι ἐπιστημόνως οὐδὲν λέγειν», Πλάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.